Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Προπαραμονή Χριστουγέννων..

Σχεδόν βράδιασε όταν φτάσαμε στο χωριό.
 Ο Νίκος πήγε στη θεία τη Λάμπρω, ο Κώστας στο σπίτι του θείου του κι εγώ ανέβηκα στις γιαγιάς. Το τζάκι αναμμένο, φώτιζε τριγύρω με τις αναλαμπές που δίνουν οι κλάρες καθώς καίγονται και πάσχιζε να ζεστάνει το χώρο παλεύοντας με την παγωνιά που έφερνε ο βοριάς από τη χιονισμένη Οίτη, τη Γκιώνα, τα Βαρδούσια, να κόψει λίγο απ’ την δύναμη της που ήταν ιδιαίτερα αισθητή τριγύρω.
Η γιαγιά, υπέργηρη με το σκαμμένο της πρόσωπο να κρύβει στο βλέμμα μια αδιόρατη βαθιά θλίψη, ελάχιστες χαρές περίμενε πια, και μια απ’ αυτές ήμασταν τα εγγόνια της, ιδιαίτερα όταν ερχόταν η ώρα να μας φιλοξενήσει, να μας περιποιηθεί.
 Τις ημέρες εκείνες ήξερε πως θα ανέβαινα και με τις λιγοστές της δυνάμεις είχε φροντίσει να φτιάξει «μπριγιάνι» στη γάστρα, που ήξερε πως ήταν το αγαπημένο μας φαγητό. Ο ξάδερφος ο Αποστόλης ήταν ήδη στο σπίτι του πατέρα του εκμεταλλευόμενος κι αυτός τις διακοπές των Χριστουγέννων απ’ την σχολή που φοιτούσε ήδη από τις αρχές της χρονιάς.
  Η θαλπωρή του ζεστού δωματίου που το φώτιζε μια λάμπα και οι αναλαμπές από τις κλάρες που καίγονταν στο τζάκι, η μυρουδιά απ’ το φτωχικό αλλά αξεπέραστο σε νοστιμιά φαγητό και το στρωμένο με βαριά σκεπάσματα κρεβάτι ζωγράφιζαν το χριστουγεννιάτικο σκηνικό που θα μας συνόδευε τις υπόλοιπες ημέρες που θα βρισκόμασταν εδώ.
Σε λίγο ήρθε κι ο ξάδερφος, έκατσε παρέα δίπλα στη γιαγιά που την αγαπούσε ίσως περισσότερο από όλους μας και τον κατατόπισα για την άφιξη της επόμενης ομάδας όπου θα ήταν οι φίλοι απ’ την Αθήνα που τους είχε ήδη γνωρίσει μαζί με τον αδελφό μου. Είχαμε σχεδιάσει να φιλοξενηθούν στο σπίτι της άλλης γιαγιάς μιάς και ήταν άδειο. Η άλλη γιαγιά είχε κατέβει στην Αθήνα στα παιδιά της για να περάσει το χειμώνα κι έτσι είχαμε άφθονο δικό μας χώρο για φιλοξενία. Εκείνος με τη σειρά του μου είπε ποιοι απ’ τους δικούς μας είναι στο χωριό. Οι γονείς του είναι στο μαντρί στα παλιόμαντρα και μάλλον εκεί θα κάνει κι αυτός Χριστούγεννα μαζί τους και με τα αδέρφια του, αλλά θα ανεβαίνει και στο χωριό στο σπίτι του και στο σπίτι της γιαγιάς.
  Αφού τα είπαμε για λίγο με τη γιαγιά και αποφάγαμε κατεβήκαμε στο μαγαζί του Αλέκου που ήταν το μόνο ανοικτό, να περάσουμε λίγη ώρα και να δούμε και τον κόσμο που μαζεύονταν εκεί για λίγο, να παίξουν χαρτιά για να κυλήσει καμιά ώρα να ανταλλάξουν δυό τρεις κουβέντες και να γυρίσουν στα σπίτια τους μέχρι την άλλη μέρα.
(a.2)