Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Το δείπνο

Το μενού περιλάμβανε γίδα βραστή κοκκινιστή με μακαρονάδα από χοντρά μακαρόνια στο ζουμί, η επιλεγόμενη μακαρονάδα «μπλουμ», με ψωμί φουρνιστό, τυρί και άφθονο κρασί.
Τακτοποιήσαμε τα τραπέζια κατά μήκος από τον τοίχο μέχρι την πόρτα δίπλα στη σόμπα, βάλαμε τις καρέκλες, ανεβάσαμε την ένταση της μουσικής και περιμέναμε το σερβίρισμα. Ήρθαν τα πιάτα με το κρέας και τα μακαρόνια και χωρίς να περιμένουμε επιπέσαμε απολαμβάνοντας το λιτό αλλά εξαίρετο δείπνο μέχρι που εμφανίστηκε ο Αποστόλης ο ξάδερφος.
Αυτός θα έτρωγε με την οικογένειά του και μέχρι τότε κατέβηκε να κάνει λίγη παρέα μαζί μας να πιεί ένα κρασί πριν επιστρέψει. Θες η γνωστή απερισκεψία του θες η προσπάθεια του να εντυπωσιάσει θες το καλαμπούρι του πήρε το κλαρίνο να παίξει ενόσω τρώγαμε και ζήτησε απ’ τον άλλο οργανοπαίχτη να τον ακολουθήσει χορεύοντας.
Γελώντας και τρώγοντας οι υπόλοιποι παρακολουθούσαμε χωρίς να μπορούμε να φανταστούμε την περιπετειώδη εξέλιξη του Χριστουγεννιάτικου ρεβεγιόν.
Αφού λοιπόν το κέφι άναψε για τα καλά ο ξάδερφος ζήτησε να σηκωθούμε να χορέψουμε. Πριν λοιπόν αποφάμε σηκώθηκαν δυό τρείς. Στην πρώτη βόλτα σε μια λεβέντικη κολοκαθιά ο ξάδερφος καθώς σηκώθηκε έδωσε με το χέρι του μια στα μπουριά της σόμπας, χωρίς ποτέ να μας ξεκαθαρίσει αν έγινε τυχαία ή το προκάλεσε, και έγινε η απόλυτη καταστροφή.
Τα μπουριά που κρεμόντουσαν με σύρματα απ’ το ταβάνι αποσυναρμολογήθηκαν και στέκονταν μετέωρα κρεμασμένα απ' τα σύρματα που τα συγκρατούσαν γέρνοντας καταστροφικά προς το τραπέζι . Καθώς έγειραν προς το τραπέζι όπου τρώγαμε άφησαν από μέσα τους να πέσει μια τεράστια ποσότητα καπνιάς αρκετής για να βάψει κατάμαυρους όσους είχαν την ατυχία να κάθονται προς την πόρτα, ενώ οι άλλοι τη γλύτωσαν. Η κάπνα έπεσε στους ακριανούς και κυρίως στον Νίκο που στην προσπάθεια του να την αποφύγει πιάστηκε απ’ το τραπέζι έγειρε στο πλάι έχασε την ισορροπία του παίρνοντας μαζί του το τραπέζι και τα πιάτα με τα απομεινάρια της σούπας που έπεσαν μαζί με το τραπέζι απάνω του, προσθέτοντας στην μαυρίλα και τα ζουμιά μαζί με τα μακαρόνια
Το μαγαζί έγινε σαν να πέρασε επιδρομή αγρίων (το λέω έτσι κομψά μη παρεξηγηθεί κανείς 45 χρόνια μετά, τουλάχιστον κάμποσα απ’ αυτά αλιεύονται απ’ τα ημερολόγια του τότε και τις απαραίτητες φωτογραφίες), με τους μισούς να είναι ημιαναίσθητοι απ’ τα γέλια, προφανώς οι τυχεροί που δεν έπεσε απάνω τους η καπνιά, οι άλλοι μισοί αμήχανοι ως οργισμένοι κατάμαυροι απ’ την καπνιά και ο κακομοίρης ο Νίκος με τα υπολείμματα της μακαρονάδας στο κεφάλι του και τις σάλτσες στα ρούχα του εντελώς αμήχανος προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι συνέβη.
Ο Αλέκος ως μαγαζάτορας με πρωτοφανή ψυχραιμία άρχισε αμέσως τις εργασίες της όποιας αποκατάστασης μπορούσε να γίνει μετά απ’ την καταστροφή που προηγήθηκε βάλθηκε να ενώνει τα μπουριά που έκαιγαν ακόμη, τα οποία αδυνατώντας πλέον να διώξουν τον καπνό, πλημύρισε με καπνούς το μαγαζί τόσο που δεν μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα. Προσπάθησε λοιπόν να επαναφέρει τα τραπέζια στη σωστή τους θέση να μαζέψει τα πιάτα να σκουπίσει τα υπολείμματα και στο τέλος να σφουγγαρίσει.
Παρόλη την καταστροφή δεν έχασε τη διάθεση του και χαμογελώντας έβλεπε τους ξαπλωμένους απ’ τα γέλια και τα θύματα και το διασκέδαζε κι αυτός με τον τρόπο του. Τελευταίο άφησα το δράστη. Με πονηρό χαμόγελο απολάμβανε το χάος που δημιούργησε και περίμενε να δει τις αντιδράσεις των υπολοίπων για να αποφασίσει αν αυτό που έκανε ήταν αστείο.
Τα πρώτα Χριστούγεννα στο χωριό έμελλε να ήταν γεμάτα απρόοπτα για τη μικρή μας παρέα και γεμάτο φασαρίες για τον υπομονετικό και γεμάτο καλή διάθεση Αλέκο...
(α.λ. 7)  

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Απόγευμα..


Σε λίγο προστέθηκε στην παρέα κι ο ξάδερφος που ενώ ήρθε μες σκοπό να μας φοβίσει τελικά δεν τα κατάφερε κι έτσι ανέβηκε μαζί μας και βάλθηκε κι εκείνος με τη σειρά του να συναγωνίζεται το Νίκο στο φύσημα του κλαρίνου. Τουλάχιστον εκείνος έπαιζε φλογέρα και μάλιστα με αρκετή δεξιοτεχνία που τον είχε κάνει να ξεχωρίζει για την ικανότητα του αυτή. Απηυδισμένοι τους παρατήσαμε να συναγωνίζονται και βγήκαμε στο μπαλκόνι στο παγωμένο απόγευμα που έφερνε το βράδυ με ταχύτητα. Ντυθήκαμε καλά και βγήκαμε  να περπατήσουμε προς τις Γούρνες.
Μια παγωνιά που έφτανε μέχρι το κόκκαλο χωρίς να υπάρχει πνοή ανέμου. Από μακριά ο καπνός απ’ τα τζάκια και τις σόμπες ανέβαινε ολόισιος στο συννεφιασμένο με βαριά πυκνά σύννεφα ουρανό που σκέπαζε όλες τις κορφές γινόταν ένα με το χιόνι κι έδινε μια όψη χειμώνα που είχε κάτσει πάνω απ’ το χωριό , απειλητικός άραγε, προστατευτικός, ποιος να το ‘ξερε.
Το βράδυ έφτασε γρήγορα και επιστρέψαμε στο σπίτι όπου βρήκαμε τους μουσικούς να ετοιμάζονται για τη βραδινή τους παράσταση, καθώς απτόητοι συνέχιζαν το χαβά τους.
Κατηφορίσαμε στο μαγαζί, ο κόσμος μας καλωσόρισε μας κέρασε ανταποδώσαμε το κέρασμα και καθίσαμε παρακολουθώντας τις δραστηριότητες και κουβεντιάζοντας με όλους τριγύρω μας. Το  μαγαζί γεμάτο καπνούς από τσιγάρα άναψαν και οι μισοί από μας που είχαν εδώ και λίγο καιρό αρχίσει να καπνίζουν ανάμεσά τους κι εγώ, και πλημμυρίσαμε ακόμα περισσότερο το χώρο κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Από καιρού εις καιρό που η πόρτα άνοιγε για να βγει η να μπει κάποιος  η ατμόσφαιρα ανανεώνονταν για να ξαναγίνει πάλι πηχτή σε λίγα λεπτά. Η ζέστη απ’ τη ξυλόσομπα ευεργετική, κι η  μυρουδιά απ’ την κατσαρόλα του Αλέκου γαργαλιστική. Κανείς μας δεν νοιαζόταν εκείνη την εποχή για τους καπνούς απ’ τα τσιγάρα επειδή κανείς δεν ήξερε ακόμη αυτά που μάθαμε χρόνια μετά.
Λίγο κονιάκ λίγο ούζο, λίγο κρασί μιας και δεν υπήρχαν τα τσίπουρα που αντικατέστησαν εκείνα τα ποτά είχαν αρχίσει σιγά σιγά να κάνουν τη δουλειά τους. Ο κόσμος άρχισε να φεύγει όσο η ώρα κυλούσε γυρνώντας στα σπίτια του για να περάσει τη νύχτα των Χριστουγέννων, κι έτσι απομείναμε επτά νοματαίοι στο μαγαζί του Αλέκου περιμένοντας το δείπνο. Η μουσική απ’ το μαγνητόφωνο κεφάτη, και η διάθεση ακόμη καλύτερη.
(α.λ.6)

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Ο Αλκης Μιχος με το πρώτο αυτοκίνητο μέχρι το εκκλησάκι..

Όπως είναι γνωστό, το χωριό μας, ο όμορφος Κονιάκος μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 50 δεν είχε οδικό δίκτυο που να συνδέεται με το Λιδωρίκι ή με τα γύρω χωριά.
Οι μετακινήσεις των ανθρώπων γίνονταν μέσα από τις στράτες και τα μονοπάτια με τα πόδια και για μεταφορικό μέσο είχανε τα μουλάρια και τα γαϊδουράκια.
Στις αρχές της δεκαετίας του 50 μετά από πολλές προσπάθειες της Αδελφότητας και της Κοινότητας του χωριού μας, άρχισε η διάνοιξη του δρόμου από το Λευκαδίτη προς τον Κονιάκο (ήδη από το Λιδωρίκι έως το Λευκαδίτη είχε γίνει η διάνοιξη του δρόμου).
Η διάνοιξη άρχισε από τη θέση Γμαρωπλαγιά λιγάκι έξω από το Λευκαδίτη, με προσωπική εργασία των Κονιακιωτών, ανδρών και γυναικών. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν για τη διάνοιξη ήταν ο γκασμάς, το τσαπί το φτυάρι και η παραμίνα, που έπαιρνε φωτιά όλη την ημέρα από τα χέρια των Κονιακιωτών. Ανοίγοντας τρύπες στους βράχους και βάζοντας φουρνέλα, ο αείμνηστος Σταύρος Φιλίππου και άλλοι συγχωριανοί μας συνέχιζαν τη διάνοιξη του δρόμου με βάδισμα χελώνας για αρκετά χρόνια.
Θυμάμαι έντονα αυτές τις εικόνες, γιατί είχα επισκεφτεί πολλές φορές με τα δυό μου ξαδέρφια το Βαγγέλη και το Γιάννη, τα παιδιά της θείας μου της Καραϊνοφροσύνη, τις τοποθεσίες που γινόταν η διάνοιξη του δρόμου κι αυτό γιατί πιτσιρικάδες τότε, κάθε καλοκαίρι βρισκόμασταν στον Κονιάκο, το χωριό των μανάδων μας, για παραθερισμό, ερχόμενοι από την Αθήνα.
Εγώ έμενα στο σπίτι της θειάς μου της Ελένης της Μωκάκενας. Εκεί φιλοξενείτο και ο εργολάβος μηχανικός που επιμελείτο το έργο του δρόμου. Θυμάμαι τον έλεγαν Χαϊμάνη Κώστα και ήταν από κάποιο κοντινό χωριό. Ηταν ένας ευγενικός κύριος και με συμπαθούσε. Θυμάμαι μια φορά που συζητούσε στο σπίτι της θειάς με τον αείμνηστο τότε πρόεδρο της Κοινότητας, μπάρμπα Κώστα Καραγιάννη με τον ξάδερφό μου και με άλλους άντρες του χωριού για το έργο του δρόμου που θα γίνουν οι στροφές, που θα βάλουνε τα φουρνέλα, κ.α. Καθόμουνα και εγώ εκεί κοντά και τους άκουγα. Κάποια στιγμή ο εργολάβος γύρισε προς το μέρος μου, με κοίταξε και μου είπε. Τι λες εσύ μικρέ; Θα φτιάξουμε το δρόμο; Και εγώ του απάντησα: Το δρόμο θα τον φτιάξετε αλλά θα περνάνε μόνο γίδια αφού είναι γεμάτος κοτρόνια και χαμάδες οι ρίζες από τα πουρνάρια προεξέχουνε και πεδικλώνεσαι ούτε με τα πόδια δεν μπορείς να περάσεις. Τότε έβαλαν όλοι τα γέλια και μου είπανε ότι όταν θα τελειώσει ο δρόμος και φτάσει μέχρι το χωριό θα γίνει ίσωμα.
Μετά το μέσον της δεκαετίας του 1950 η διάνοιξη του δρόμου είχε φτάσει μέχρι το εκκλησάκι της Παναγίας, κοντά στο Βαθύρεμα.
Ήταν τέλος Ιουνίου θυμάμαι ήταν Τετάρτη απομεσήμερο και βρισκόμουνα στο μπαλκόνι του σπιτιού της γιαγιάς μου της Λιάρενας και συζητούσα μαζί της, όταν ξαφνικά ακούγεται ένας τενόρος από αυτοκίνητο να λαλεί μια ανεπανάληπτη μια αξέχαστη μελωδία(πέντε ήχων) τόσο δυνατά που αντιλαλήσανε τα βουνά, Γκιώνα και τα Βαρδούσια. Φαντάζομαι ότι θα προγκίξανε τα γιδοπρόβατα στη γύρω περιοχή και ακόμα ότι θα λακίσανε και τα αγρίμια από την πρωτάκουστη για τούτο τον τόπο φωνή η οποία ερχόταν από το χωριό χαμηλά και από το μέρος που βρίσκεται το εκκλησάκι.
Τότε η γιαγιά μου λέει. Τι εν τουτουϊά π’ χουιάζ μαρέ πιδάκι μ; και εγώ της απάντησα: Αυτοκίνητο είναι, ήρθε αυτοκίνητο γιαγιά. Και σύρε να ιδείς και λαβάτωσα μου απάντησε. Αφήνω τη γιαγιά μου και κάνω τον κατήφορο τρέχοντας απ’ τα σοκάκια και φτάνω στην πλατεία του χωριού. Εκεί συναντήθηκα και με άλλους πιτσιρικάδες Κονιακίτες και Αθηναίους, και όλοι μαζί παίρναμε τον κατήφορο τρέχοντας για το Εκκλησάκι.
Εκεί αντικρίζουμε έκθαμβοι ένα αυτοκίνητο να έχει σταθμεύσει στο τέλος του κακοτράχαλου δρόμου μπροστά στο Εκκλησάκι. Τα μάτια μας καρφωθήκανε πάνω στο αυτοκίνητο που ήταν ένα καινούργιο Alfa Romeo Julietta της εποχής εκείνης που το έφερε ο αείμνηστος ο Αλκης ο Μίχος ο οποίος μόνο αυτός μπορούσε να το οδηγήσει επάνω στα κατσάβραχα και τους χαλιάδες μιας και ήταν την εποχή εκείνη πρωταθλητής Ελλάδος στους αγώνες των αυτοκινήτων και διεκδικητής της πρώτης θέσης του ράλλυ Ακρόπολις του πιο σκληρού ράλλυ στον κόσμο.
Στη συνέχεια και μέχρι να συστηθούμε με τον Αλκη εμείς οι πιτσιρικάδες φτάνουνε από κοντά και μερικοί άντρες του χωριού. Τον χαιρέτησαν κι αυτοί και τον κοιτούσαν με θαυμασμό και απορία και τον ρωτούσαν πως τα κατάφερε και ήρθε με αυτοκίνητο μέχρι εδώ, περνώντας αυτόν τον κακοτράχαλο και αδιάβατο δρόμο. Εκείνος τους έκανε με τα χέρια τις κινήσεις των φτερών απ’ τα πουλιά όταν πετάνε. Πετώντας το έφερα το αυτοκίνητο τους έλεγε. Και τον δρόμο τον έκανα ίσωμα.
Αφήσαμε το αυτοκίνητο πίσω μας πήραμε τον ανήφορο και πήγαμε όλοι μαζί στο χωριό. Το ίδιο βράδυ γλεντήσανε το γεγονός στο μαγαζί του Τσελονίκου οι Κονιακίτες με άφθονο κρασί.
Την άλλη μέρα που θα έφευγε για την Αθήνα ο Άλκης, κατεβήκαμε από το χωριό στο εκκλησάκι πολλοί άνδρες του χωριού ο Πρόεδρος κι ο Ιερέας του χωριού ο αείμνηστος Παπαμάρκος και φυσικά ένα τσούρμο πιτσιρικάδες για να τον αποχαιρετήσουμε. Εκεί ο ιερέας έκανε αγιασμό και μετά τον αποχαιρετίσαμε, ευχόμενοι να έχει καλό ταξίδι.
Ο Άλκης μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο έβαλε μπρος στη μηχανή έκανε μια δεξιοτεχνική μανούβρα κι έφυγε σαν άνεμος με τον τενόρο του αυτοκινήτου να μας αποχαιρετά λαλώντας δυνατά εκείνη την ανεπανάληπτη πεντάφωνη μελωδία. Καθήσαμε για λίγο ακόμα στο εκκλησάκι και περιμέναμε να φανεί το αυτοκίνητο απέναντι στο Λευκαδιώτικο βουνό. Χωρίς να το καταλάβουμε και σε χρόνο ρεκόρ είδαμε τον κουρνιαχτό του αυτοκινήτου να ανεβαίνει τη Γμαρωπλαγιά και να χάνεται προς το Λευκαδίτη.
Αυτό ήταν το πρώτο αυτοκίνητο που πάτησε τα χώματα του Κονιάκου και έφτασε τότε στο εκκλησάκι. Αυτουνού του αυτοκινήτου τη φωνή πρωτοάκουσαν η Γκιώνα, ο Μόρνος, τα Βαρδούσια και ο όμορφος Κονιάκος.
Μάρκος Φαμέλης.
Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ο ΚΟΝΙΑΚΟΣ" στο τεύχος Ιουνίου 1999

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Η άφιξη

Περασμένο μεσημέρι κι η υπόλοιπη παρέα έφτασε στο χωριό. Τους είχε οδηγήσει ο αδερφός μου και αφού στάθμευσαν το αυτοκίνητο, ανέβηκαν στο μαγαζί όπου τους περιμέναμε εγώ με το Νίκο. 
Ο Αλέκος μετά τις συστάσεις έφερε κονιάκ σε όλους καθίσαμε γύρω απ’ τη σόμπα που ζέσταινε το χώρο κι αρχίσαμε τα αστεία και τα σχέδια για το πώς θα περάσουμε τις υπόλοιπες ημέρες. Συνεχίσαμε να ζεσταινόμαστε με τη σόμπα και το κονιάκ και να τρώμε τα στραγάλια που μας έφερνε κάθε λίγο και ότι άλλο διέθετε σαν συνοδευτικό.
Αφού συνεννοηθήκαμε το βράδυ να μας έχει εορταστικό δείπνο ανηφορίσαμε προς το σπίτι της γιαγιάς, που ήταν άδειο μιας και είχε φύγει από καιρό για την Αθήνα,  όπου και θα έμεναν οι περισσότεροι, προκειμένου να ταχτοποιηθούμε να στρώσουμε τα σκεπάσματα  να επιχειρήσουμε να ανάψουμε το τζάκι και να διαμορφώσουμε τις προϋποθέσεις της παραμονής μας χωρίς απρόοπτα και να σχεδιάσουμε την επαναφορά  του χώρου στην προηγούμενη κατάσταση του όταν θα φεύγαμε.
Οι τρεις ξένοι, ο Νίκος κι ο Γιάννης θα μένανε εδώ κι εγώ θα πήγαινα στην άλλη γιαγιά. Στρωματσάδα για τρείς κι οι άλλοι δυό στα κρεβάτια ήταν μια καλή κατανομή. Βέβαια με την ανύπαρκτη στεγανότητα του σπιτιού το να κοιμηθεί κανείς στρωματσάδα καθώς θα έμπαινε η Γκιώνα απ’ το κατώι θα ήταν μια εμπειρία αλλά δεν μας έμενε άλλη επιλογή απ’ το να χρησιμοποιήσουμε ότι βελέντζα υπήρχε  προκειμένου να δημιουργήσουμε ένα φράχτη στην παγωνιά που έμπαινε από το κατώι. Όπως αποδείχτηκε τελικά, ο μεσαίος στη στρωματσάδα είχε το πρόβλημα καθώς οι δυό ακριανοί τραβούσαν τα σκεπάσματα για να καλυφτούν όσο περισσότερο γίνεται και δημιουργούσαν μια περίεργη «τέντα» πάνω απ’ τον μεσαίο στερώντας του τη δυνατότητα να σκεπαστεί κι αυτός σαν άνθρωπος.
Ο ένας από τους ξένους μας, ο Νίκος ο μόνος από όλους μας που είχε μουστάκι, έκατσε σταυροπόδι μπροστά στη φωτιά που καταφέραμε να ανάψουμε και συναρμολόγησε το κλαρίνο που είχε πάρει απ’ τον Αλέκο και βάλθηκε να το φυσάει.
Το θέαμα στην αρχή  ήταν αστείο καθώς κοκκίνιζε και έβγαζε ήχους παράταιρους προσποιούμενος τον κλαρινίστα. Η αρχική αστεία σκηνή άρχισε να εκνευρίζει τους περισσότερους καθώς ο φίλος μας έχοντας πάρει στα σοβαρά το ρόλο του συνέχιζε απτόητος να μας ξεκουφαίνει με τα στριγκλίσματα του οργάνου, αδιαφορώντας για τις διαμαρτυρίες.
(α 5)

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Παραμονή..


Το πρωί της παραμονής μας περίμεναν πολλά για να κάνουμε. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να προετοιμάσουμε το κατάλυμα για τους υπόλοιπους που περιμέναμε, δεύτερο έπρεπε να επιμεληθούμε για το βραδινό δείπνο για το δείπνο της παραμονής, για το Χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν. Πριν απ’ όλα όμως με ξύπνησε η μυρουδιά απ’ την τυροκλούρα που η γιαγιά από νωρίς είχε φτιάξει και είχε φουρνίσει στη γάστρα. Ήξερε ότι εμείς δεν νηστεύαμε.  Ο ξάδερφος είχε φύγει κι αυτός  από νωρίς και είχε πάει στα παλιόμαντρα, ίσως επέστρεφε το βράδυ ίσως όχι. Το θεσπέσιο αυτό πρόγευμα ήταν ότι χρειαζόταν για να βγω στο κρύο και βροχερό  πρωινό. Πριν απ’ όλα όμως έπρεπε να τριγυρίσω λίγο στα κοντινά μέρη τα καλοκαιριάτικα να έχω την εικόνα του χειμώνα να συγκρίνω και να διαλέξω, αλλά πάνω απ’ όλα να νιώσω ελεύθερος. Όχι βέβαια πως μας έλλειπε η αίσθηση αυτή αλλά όταν φτάναμε σε τούτο τον τόπο  νιώθαμε αποκομμένοι από κάθε δεσμό που μας κράταγε με οτιδήποτε έστω και για λίγο.
Άνοιξα μια παλιά ομπρέλα ντύθηκα σφιχτά ένα ναυτικό αμπέχονο πάνω από ένα χοντρό πουλόβερ και ξεκίνησα προς το Γεροσάκο. Το ψιλόβροχο κι η αντάρα δεν επέτρεπαν μεγάλη ορατότητα όμως τα μέρη ήταν γνωστά και πολυπερπατημένα. Τίποτα δεν ακούγονταν, έξω από μικρά τριξίματα απ’ τα πουρναρόφυλλα καθώς τα περπάταγα και τα κουδούνια των κοπαδιών που είχαν βγει για την πρωινή τους βοσκή. 
Ο τόπος μύριζε βροχή κι απ’ το χωριό ερχόταν η μυρουδιά απ’ τα τζάκια ανακατεμένη με τις μυρουδιές απ’ τα λίγα νηστίσιμα φαγητά που μαγείρευαν οι νοικοκυρές για το μεσημέρι της παραμονής. Γνώριμη μυρουδιά.
(a. 4)

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Στο μαγαζί του Αλέκου..

Το μαγαζί του Αλέκου ήταν το μόνο ανοιχτό.
Στη μέση η σόμπα, η ξυλόσομπα, τριγύρω τα μεταλλικά τραπέζια με τις καρέκλες τους και οι θαμώνες που έπαιζαν χαρτιά ανάμεσα στους πυκνούς καπνούς απ’ τα τσιγάρα και τα πειράγματα των παικτών.
Με χαμόγελο και καλή διάθεση μας υποδέχτηκαν οι θαμώνες, κι ο Αλέκος, με τη γυναίκα του τη Μαρία, μας κέρασαν κονιακάκι για να ζεσταθούμε. Καθίσαμε κοντά στη σόμπα.
Η σόμπα μια ιδιοκατασκευή βαρελοειδής με μεγάλη χωρητικότητα και εξίσου μεγάλη επιφάνεια για μαγείρεμα είχε κεντρική θέση στο χώρο.
Ο καπνός που έβγαινε μαζεύονταν στα μπουριά που στερεωμένα στο ταβάνι με σύρματα για να μην πέφτουν έβγαιναν στην αυλή στον πλάτανο μέσα από μια τρύπα στο τζάμι και πλημμύριζαν το χώρο με τον καπνό του καμένου ξύλου και ιδιαίτερα τη μυρουδιά του καμένου έλατου που σκόρπιζε την αίσθηση του δάσους τριγύρω μας.
Την επόμενη βραδιά που θα είχαμε αρκετό κόσμο παρακαλέσαμε τον Αλέκο να φροντίσει να φάμε εκεί και κείνος με προθυμία ανταποκρίθηκε. Απόμεινε μόνο να κανονίσουμε το «μενού».
Απάνω στο επαγγελματικό ψυγείο που είχε στο μαγαζί βρίσκονταν κι ένα μαγνητόφωνο που είχε ένα σωρό τραγούδια κι έτσι είχαμε εξασφαλίσει την μουσική για το χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν στον Αλέκο, παράλληλα δε μας έδειξε με υπερηφάνεια κι ένα κλαρίνο που είχε μέσα σε ένα συρτάρι και πραγματικά εντυπωσιαστήκαμε, απόμενε μόνο να βρούμε και κείνον που θα ήξερε να παίζει.
Ο καιρός βαρύς χριστουγεννιάτικος κλεισμένος από παντού με ένα συνεχές ψιλόβροχο και χιόνι στα βουνά, πολύ χιόνι. Ανηφορίσαμε με τον ξάδερφο για το σπίτι και ξαπλώσαμε δίπλα στο τζάκι που έκαιγε συνέχεια. Κλείσαμε τη μεσόπορτα και αφήσαμε το χώρο στην προστασία του τζακιού.
Παπάς στο χωριό δεν υπήρχε κι έτσι τα Χριστούγεννα θα γίνονταν βουβά χωρίς το συμβολισμό των ημερών που θα είχε το μάζεμα στην εκκλησία. Δεν πειράζει έτσι κι αλλιώς είχαν κάποιοι αποφασίσει να κτυπήσουν την καμπάνα για να ακουστεί όχι μόνο η γιορτή αλλά και η κορύφωση της.
Ο ύπνος γλυκός βαθύς έκλεισε τα βλέφαρα.
(α.3)

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

Ετσι πρωτοπήγα από την Αθήνα στον Κονιάκο το 1952

Ποιητική Αφήγηση
Οι Βρίζες γύρω απλώνονται, πανέμορφο λιβάδι.
Βλέπω βουνά πανύψηλα, τα σύννεφα να αγγίζουν,
ακούω κυπροκούδουνα, κοπάδια που βοσκίζουν
και τα πουλιά χαρούμενα, να μας καλωσορίζουν.
Είναι μια ώρα μαγική, είναι μια οπτασία.
Εδώ τα απόσκια γείρανε στα όμορφα Βαρδούσια
κι απέναντι ο ήλιος τη Γκιώνα χαιρετά πριν πει καληνύχτα.
Αντικριστά της Παναγιάς πρόβαλε το εκκλησάκι στη στράτα.
Πορεία αλλάζουμε να ανάψουμε κεράκι.
Άντε σε λίγο φτάνουμε, μου λέει η Κατερίνα,
εγώ της αποκρίθηκα.
Όλο μου λέτε φτάνουμε, Κονιάκο όμως δεν είδα.
Να έλα από δω να δεις τα ακριανά τα σπίτια,
να και το σπίτι της γιαγιάς μου δείχνει η Θυμία.
Περνώντας το Βαθύρεμα και πάλι ανηφόρα.
Το χώμα στη στράτα χάθηκε, είναι όλο κοτρώνια.
Τα παπούτσια μου έχουν λαβωθεί κι έχουν αλλάξει χρώμα.
Θυμήθηκα τη μάνα μου που έλεγε:
εδώ θέλει γουρουνοτσάρουχα με από κάτω ρόδα.
Γιώργη πόσες ώρες βαδίζουμε ρωτώ με απορία;
Και όλοι μαζί μου απαντούν πως φτάσαμε.
Τέσσερις ώρες κράτησε τούτη η πεζοπορία.
Αχυρώνες και πουρνάρες βλέπω μπροστά,
δίπλα στα κάτω αλώνια.
Και από κάτω στου Σκαρπιά βοσκάνε κάτι ζώα.
Φτάσαμε, να το σπίτι μας ετούτο με το μπαλκόνι,
μου λένε οι εξαδέλφες μου οι αδελφές του Γιώργη.
Εδώ μας περιμένουνε με ανοιχτές αγκάλες
οι θειάδες μου οι μπαρμπάδες μου
η γιαγιά μου η Λιάρενα κι οι πρώτες μου ξαδερφάδες.
Μας καλωσορίσανε με αγάπη πατρική.
Στις αγκαλιές και στα φιλιά έχω παραδοθεί.
Ένιωσα σαν στο σπίτι μου.
Πλημμύρισα στοργή.
Μπήκαμε μέσα στου σπιτιού το δεξιό κατώι
κι άρχισαν τα κεράσματα και το κουβεντολόι.
Οι δυό μικρές ξαδέρφες μου η Γιώτα κι η Βαγγελίτσα
αρχίσανε να με ρωτούν πως είναι η Αθήνα.
Με τι το πήρα στο σχολειό.
Κι αν θάρθουν και τα αδέρφια μου ο Αποστόλης κι η Κατίνα.
Ήδη όμως σουρούπωσε νυχτώνει σιγά σιγά.
Ωστόσο απ’ έξω ακούγονται να παίζουνε παιδιά
στου μπάρμπα του Καφριτσάκη.
Παίζουνε κάτω απ’ τη μουριά
με μια κούνια αυτοσχέδια φτιαγμένη από τριχιά.
Η μέρα εδώ τελείωσε σιγά σιγά απλώνεται η νύχτα.
Έτσι στον Κονιάκο έφτασα στα χρόνια του πενήντα.
Έξι η ώρα έφυγα πρωί απ’ την Αθήνα
και στον Κονιάκο έφτασα λιγάκι πριν τη νύχτα.
(4)
ΜΑΡΚΟΣ ΦΑΜΕΛΗΣ
Ο Μάρκος της Λιαρομάρως
(πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Κονιάκος" στο τεύχος του Μαρτίου 1999)  

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Ετσι πρωτοπήγα από την Αθήνα στον Κονιάκο το 1952

Ποιητική Αφήγηση
Συνέχεια στην πορεία μας και το τοπίο αλλάζει.
Το πράσινο βλέπω μακριά όμως με ξεκουράζει.
Στ’ αριστερά και χαμηλά βλέπω χαλί πρασινωπό,
κεντίδια στολισμένο.
Το Βελούχοβο είναι το χωριό,
με δέντρα σκεπασμένο.
Για μένα οι ξαδέρφες μου λένε η μια στην άλλη,
το χαϊβάνι τούτο θα ξεποδαριαστεί.
Σταμάτα να το βάλουμε καβάλα στο μουλάρι.
Δέχτηκα με ευχαρίστηση να ανέβω στο μουλάρι καρκατσέλα.
Αμέσως με βάλανε απάνω στο σαμάρι.
Για μένα είναι πρωτόγνωρη τούτη η εμπειρία.
Πετάω απ’ τη χαρά στα σύννεφα που κάνω ιππασία.
Καμαρωτός και λυγιστός πηγαίνω στράτα πολύ.
Κάποια στιγμή διαβαίνουμε μια εκκλησία μικρή.
Ρώτησα και μου είπανε πως είναι η Υπαπαντή.
Εδώ απ’ το μουλάρι κατέβηκα, κι Γιώργης κάτι μου δείχνει.
Βλέπεις εκείνο τον καπνό, που στο βουνό σκορπίζει;
Αυτό είναι της νόνας σου το χωριό το όμορφο Τριβίδι.
Βλέποντας κάτω χαμηλά είναι του Μόρνου η ποταμιά.
Μες στα βουνά διαβαίνει,
με όλο πλατάνια και ιτιές στα πράσινα ντυμένη.
Προχωρώντας μπαίνουμε σε δύσβατο μονοπάτι.
Στο ένα μουλάρι έγειρε θα πέσει το σαμάρι.
Αμέσως σταματήσαμε και τα δυό μουλάρια.
Το ένα το ζώο μου δώσανε να κρατώ από την καπιστράνα.
Ισιώνουμε τα δέματα, σφίγγουν τα καναβίδια.
Ένα δέμα μας άνοιξε με ένα σωρό βιβλία.
Του Γιώργη είναι μαθήματα σπουδάζει στην Αθήνα.
Τα πήρε μαζί για να διαβάσει στο χωριό που έχει ησυχία.
Συνέχεια στη στράτα μας κατήφορος αρχίζει
και πάνω στην πλαγιά λίγα σπιτάκια φαίνονται.
Είναι το Λευκαδίτι.
Σε λίγο στην άκρη μπαίνουμε στου Μόρνου το ποτάμι.
Πατάμε λιγάκι αμμουδιά, κι αυτό μας ξεκουράζει.
Η στράτα γίνεται όνειρο, η φύση εδώ γιορτάζει.
Παντού πλατάνια και ιτιές, το διάβα μας σκεπάζουν.
Το ασημένιο του νερό κυλλά νύχτα και μέρα,
ωστόσο το βλέπω δύσκολο να βγούμε από πέρα.
Τα μουλάρια σχίζουνε τον ποταμό.
Νεροκροτούν τα πέταλα, που είναι σιδερένια,
στη στράτα τη διάφανη τη νεροβοτσαλένια
και εμείς, σαν ακροβάτες σε σχοινί,
περνάμε, πατώντας πέτρα από πέτρα.
Ευχάριστη διαδρομή, με έχει συναρπάσει.
Μετά βρισκόμαστε μπροστά σε ένα βαθύ αυλάκι.
Είναι γεμάτο με νερό ποτίζει το Αϊβάτι.
Έχει και ωραίο όνομα το λένε μέγα αυλάκι.
Αφήνουμε το πράσινο, παίρνουμε την ανηφοριά.
Διαβαίνουμε ξερά ρέματα και κακοτράχαλη πλαγιά.
Περνώντας τα παλιόμαντρα, στη στράτα μας μπροστά,
βλέπω κοτρώνες γίγαντες, μνημεία στρογγυλά,
που ήρθαν εδώ και στάθηκαν από κατεβασιά.
Ανεβαίνοντας σιγά σιγά το τοπίο πάλι αλλάζει.
(3)
ΜΑΡΚΟΣ ΦΑΜΕΛΗΣ
Ο Μάρκος της Λιαρομάρως
(πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Κονιάκος" στο τεύχος του Μαρτίου 1999)  

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

Ετσι πρωτοπήγα από την Αθήνα στον Κονιάκο το 1952

Ποιητική Αφήγηση
Ο δρόμος είναι πολύ στενός κι όλο στροφές σαν φίδι.
Σε όλες τις κλειστές στροφές ο οδηγός κορνάρει
γιατί δυό αυτοκίνητα ο δρόμος δεν χωράει.
Περνάμε κάμπους και βουνά, γεφύρια χίλια δύο.
Ο Γιώργης μου λέει φτάνουμε.
Περνάμε το Μαλανδρίνο.
Λίγος δρόμος μας έμεινε, τελειώνει το στροφιλίκι.
Σε κάποια στροφή ξεπρόβαλε το όμορφο Λιδωρίκι.
Τέσσερις το απόγευμα φτάνουμε στο Λιδωρίκι.
Εδώ είναι αλλιώτικα, μοσχοβολά η φύση.
Εδώ μας περιμένουνε οι αδελφές του Γιώργη.
Είναι κι οι δυό τους όμορφες καικόκκινες σαν ρόδι.
Με αγκαλιάζουν με φιλούν γεμάτες καλοσύνη.
Είναι οι πρώτες ξαδέλφες μου η Θυμία κι η Κατερίνη.
Αφού χαιρετηθήκαμε και μιλήσαμε για λίγο,
ανά χείρας παίρνουμε τις αποσκευές από το λεωφορείο
και πηγαίνουμε στο παρκινγκ των αλόγων και των γαϊδουρομουλαριών.
Απέναντι και δεξιά από το πρακτορείο
τα μάτια μου φωτογραφούν στα γρήγορα τα πάντα.
Οι άνθρωποι μιλούν ολόιδια σαν τη δική μου μάνα,
οι δε Λιδωρικιώτισες όλες φοράνε καφετί μαντήλια στα κεφάλια.
Τα σπίτια είναι πέτρινα, με ανώγια και κατώγια.
Στις στέγες ορθός ο μπουχαρές θυμίζει το χειμώνα.
Ο βασιλικός κι ο κατηφές στολίζουν τα μπαλκόνια
 και τα πορτοπαράθυρα -μια ξεχωριστή εικόνα-
 βαμμένα στου ουρανού και στου λουλακιού το χρώμα.
Οι ξαδέλφες μου φορτώνουν τις αποσκευές σε δυό ψηλά μουλάρια
με τέχνη, δεξιά κι αριστερά απάνω στα σαμάρια.
Σε λίγο ξεκινήσαμε, παίρνουμε ανηφοριά.
Τα μουλάρια κι εμείς διαβαίνουμε κάτι φαρδιά σκαλιά
που ήταν γεμάτα κοπριά και απ’τ’ άλογα σβουνιά.
Βαδίζω προς το άγνωστο, γι αυτό ερωτήσεις κάνω.
Εδώ είναι στο Σαμψαρή, μου είπανε, στη ράχη αποπάνω,
και τούτη τη στράτα θα πάρουμε να πάμε στον Κονιάκο.
Ξεκίνησα χαρούμενος με κέφι καιμε ζήλο.
Διψούσα για περιπέτεια κι ας ήμουν πιτσιρίκος.
Η στράτα προς τα αριστερά δείχνει πως πάει να στρίψει
και εκεί τρέχει γάργαρο και δροσερό νερό από μια βρύση.
Τα μουλάρια πήγανε μόνα τους στο νεράκι για να πιούνε,
όμως εκεί ήτανε ένας γάιδαρος νταής και πήγαν να τσακωθούνε.
Ήπιαμε, δροσιστήκαμε, και για τη στράτα πήραμε το δροσερό νερό της
που τρέχει μέσα από τα σπλάχνα του βουνού, του όρους Λιδωρικιώτη.
Ξεκινώντας τα μουλάρια πηγαίνουνε μπροστά
και μεις πεζοί από κοντά
μαζεύοντας τη στράτα.
Ο ήλιος μας βλέπει από ψηλά και μας χαμογελάει,
όμως δεν αστειεύεται
γι αυτό βάζω το καπελάκι μου ίσκιο να μου κρατάει.
Περνάμε και άλλη μια πηγή με λιγοστό νεράκι.
Ο τόπος είναι άνυδρος,
πράσινο δεν υπάρχει,
γύρω μας ξεροχώραφα με στάχια που ανεμίζουν.
Κάτι γι αλώνια άκουσα και πως θα τα θερίσουν.
(2)
ΜΑΡΚΟΣ ΦΑΜΕΛΗΣ
Ο Μάρκος της Λιαρομάρως
(πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Κονιάκος" στο τεύχος του Μαρτίου 1999)  

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Ετσι πρωτοπήγα από την Αθήνα στον Κονιάκο το 1952

Ποιητική Αφήγηση
Η απόφαση να πάω στον Κονιάκο πάρθηκε στο σπίτι μας,
στα Νταμάρια της Καλλιθέας, κοντά στον Αι Γιώργη.
Είναι τέλος Μαΐου. Κυριακή μεσημέρι, λίγο μετά το φαγητό,
κι όλη η φαμίλια κάθεται γύρω απ’ το τραπέζι.
Οι γονείς μου συζητούν με τον ξάδελφό μου, τον Γιώργη,
πως ήλθε λιγάκι πρόωρα αυτό το καλοκαίρι.
Κάποια στιγμή συμφώνησαν στην πρόταση του Γιώργη,
μόλις τέλειωνε η σχολική χρονιά,
να με πάρει και να πάμε για διακοπές στον Κονιάκο,
στο χωριό της μάνας μου, αυτό το καλοκαίρι.
Εγώ είμαι επτά χρονών και ο Γιώργης πιο μεγάλος
κοντά του, μου είπε, να νιώθω σιγουριά,
και διακοπές αξέχαστες μαζί του θα περάσω.
Μου είπε πολλά και με έπεισε να πάω στον Κονιάκο.
Εγώ ζούσα με το όνειρο να πάω στο χωριό
και πώς να τελειώσουν γρήγορα οι μέρες στο σχολειό.
Ο Ιούνιος όμως δεν άργησε και ένα πρωινό,
με τις αποσκευές στο πρακτορείο, κοντά στη Μητρόπολη των Αθηνών,
ξεκινήσαμε για το χωριό.
Σαν τσιροπούλι κούρνιασα μέσα στο Πρακτορείο
είναι σχεδόν χαράματα, και κάνει λίγο κρύο.
Μετά από λίγο φτάνει του Λιδωρικιού,
ένα πρασινωπό, μικρό λεωφορείο
η μούρη του είναι μακριά και έχει μουστάκια και φτερά
και τα φώτα του σαν μάτια λάμπουν και είναι αστραφτερά.
Στη σκεπή του έχει σχάρα με ένα γκρίζο μουσαμά
και από πίσω έχει σκάλα με μικρά στενά σκαλιά.
Τις αποσκευές ο βοηθός του λεωφορείου στη σχάρα τοποθετεί
κι ο οδηγός τον βοηθά από το πισινό σκαλί.
Ο οδηγός είναι όμορφος και πολύ συμπαθής
το όνομα του άκουσα τον λένε Θοδωρή.
Με κάποιον αστειεύτηκε κι αρχίσανε τα γέλια
γιατί πίσω φορτώσανε για ντεκόρ δυό ξύλινα βαρέλια.
Στη συνέχεια κάποιος φωνάζει ονόματα
και οι επιβάτες μπαίνουμε στο λεωφορείο μέσα.
Στο κάθισμα καθίσαμε με το Γιώργη αντάμα,
το λεωφορείο μυρίζει ανάμικτα, τυρίλες, βενζίνες, τσαρούχια και ταγάρια.
Ο οδηγός τη μηχανή βάζει μπροστά κι αμέσως ξεκινάει
μαζί κι η φαντασία μου στο Λιδωρίκι και στον Κονιάκο πάει.
Πορεία προς την Ιερά Οδό και φτάνουμε Ελευσίνα
περνάμε από Θήβα, Λιβαδιά και όλη την Κωπαΐδα.
Φτάνουμε στην Αράχωβα, στάση για φαγητό
απέναντι τρέχει γάργαρο του Παρνασσού νερό.
Μετά περνάμε τους Δελφούς και φτάνουμε Χρυσό
κάποια γιαγιά ζαλίστηκε, θα κάνει εμετό
σακούλες ζητά κατάχλωμη, από το βοηθό.
Παίρνουμε τον κατήφορο ευθεία για την Άμφισσα
κι οι επιβάτες τραγουδούν τραγούδι για τα Σάλωνα.
Ανάβαση για την Αγιά Θυμιά, φτάνουμε Βουνιχώρα
εδώ σαν να ψιχάλισε μυρίζει βρεμένο χώμα.
Ταξίδι ατελείωτο μέχρι το Λιδωρίκι.
(1)
ΜΑΡΚΟΣ ΦΑΜΕΛΗΣ
Ο Μάρκος της Λιαρομάρως
(πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Κονιάκος" στο τεύχος του Μαρτίου 1999)  

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Προπαραμονή Χριστουγέννων..

Σχεδόν βράδιασε όταν φτάσαμε στο χωριό.
 Ο Νίκος πήγε στη θεία τη Λάμπρω, ο Κώστας στο σπίτι του θείου του κι εγώ ανέβηκα στις γιαγιάς. Το τζάκι αναμμένο, φώτιζε τριγύρω με τις αναλαμπές που δίνουν οι κλάρες καθώς καίγονται και πάσχιζε να ζεστάνει το χώρο παλεύοντας με την παγωνιά που έφερνε ο βοριάς από τη χιονισμένη Οίτη, τη Γκιώνα, τα Βαρδούσια, να κόψει λίγο απ’ την δύναμη της που ήταν ιδιαίτερα αισθητή τριγύρω.
Η γιαγιά, υπέργηρη με το σκαμμένο της πρόσωπο να κρύβει στο βλέμμα μια αδιόρατη βαθιά θλίψη, ελάχιστες χαρές περίμενε πια, και μια απ’ αυτές ήμασταν τα εγγόνια της, ιδιαίτερα όταν ερχόταν η ώρα να μας φιλοξενήσει, να μας περιποιηθεί.
 Τις ημέρες εκείνες ήξερε πως θα ανέβαινα και με τις λιγοστές της δυνάμεις είχε φροντίσει να φτιάξει «μπριγιάνι» στη γάστρα, που ήξερε πως ήταν το αγαπημένο μας φαγητό. Ο ξάδερφος ο Αποστόλης ήταν ήδη στο σπίτι του πατέρα του εκμεταλλευόμενος κι αυτός τις διακοπές των Χριστουγέννων απ’ την σχολή που φοιτούσε ήδη από τις αρχές της χρονιάς.
  Η θαλπωρή του ζεστού δωματίου που το φώτιζε μια λάμπα και οι αναλαμπές από τις κλάρες που καίγονταν στο τζάκι, η μυρουδιά απ’ το φτωχικό αλλά αξεπέραστο σε νοστιμιά φαγητό και το στρωμένο με βαριά σκεπάσματα κρεβάτι ζωγράφιζαν το χριστουγεννιάτικο σκηνικό που θα μας συνόδευε τις υπόλοιπες ημέρες που θα βρισκόμασταν εδώ.
Σε λίγο ήρθε κι ο ξάδερφος, έκατσε παρέα δίπλα στη γιαγιά που την αγαπούσε ίσως περισσότερο από όλους μας και τον κατατόπισα για την άφιξη της επόμενης ομάδας όπου θα ήταν οι φίλοι απ’ την Αθήνα που τους είχε ήδη γνωρίσει μαζί με τον αδελφό μου. Είχαμε σχεδιάσει να φιλοξενηθούν στο σπίτι της άλλης γιαγιάς μιάς και ήταν άδειο. Η άλλη γιαγιά είχε κατέβει στην Αθήνα στα παιδιά της για να περάσει το χειμώνα κι έτσι είχαμε άφθονο δικό μας χώρο για φιλοξενία. Εκείνος με τη σειρά του μου είπε ποιοι απ’ τους δικούς μας είναι στο χωριό. Οι γονείς του είναι στο μαντρί στα παλιόμαντρα και μάλλον εκεί θα κάνει κι αυτός Χριστούγεννα μαζί τους και με τα αδέρφια του, αλλά θα ανεβαίνει και στο χωριό στο σπίτι του και στο σπίτι της γιαγιάς.
  Αφού τα είπαμε για λίγο με τη γιαγιά και αποφάγαμε κατεβήκαμε στο μαγαζί του Αλέκου που ήταν το μόνο ανοικτό, να περάσουμε λίγη ώρα και να δούμε και τον κόσμο που μαζεύονταν εκεί για λίγο, να παίξουν χαρτιά για να κυλήσει καμιά ώρα να ανταλλάξουν δυό τρεις κουβέντες και να γυρίσουν στα σπίτια τους μέχρι την άλλη μέρα.
(a.2)