Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Μπρός για δουλειά..

Λίγο πιο πάνω το ποτάμι διχαζόταν σε δυό ροές. Να λοιπόν αυτό που ζητούσαμε. Αρχίσαμε την μελέτη της κατάστασης και άρχισαν τα συμβούλια. Οι αποφάσεις πάρθηκαν απ’ τους μεγαλύτερους που ήταν οι πιο δυνατοί και οι πιο έμπειροι. Ετσι κι αλλιώς σ’ αυτούς θα έπεφτε το μεγαλύτερο βάρος της δουλειάς κι έτσι είχαν τον πρώτο λόγο.
Αποφασίστηκε λοιπόν να γίνει εκτροπή της μικρότερης ροής. Η ομάδα με τον εξοπλισμό της οδοποιίας έφτασε στο διχασμό της ροής και άρχισε να μαζεύει τις πέτρες που βρίσκονταν στην κοίτη και να τις μετατοπίζει στην αρχή του ρεύματος που θα διακόπταμε. Πέσαμε όλοι με τα μούτρα στη δουλειά μικροί και μεγάλοι. Τα εργαλεία που είχαμε φάνηκαν άχρηστα τη δεδομένη στιγμή επειδή οι πέτρες, τα βότσαλα για την ακρίβεια, μετακινιόντουσαν με τα χέρια καλύτερα.
Οι προσπάθειες κάποια στιγμή είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η ροή στο παρακλάδι που διαλέξαμε άρχισε να περιορίζεται μέχρι που διακόπηκε τελείως. Ολοι μας κάθιδροι απ’ την προσπάθεια και τον ήλιο που ανελέητος χτύπαγε τις πλάτες μας μετακινηθήκαμε στην κάτω μεριά του κομμένου τμήματος του νερού όπου είχαν τοποθετηθεί λινάτσες λόγω έλλειψης απόχης για να συλλέξουμε τα ψάρια που θα ασφυκτιούσαν απ΄την διακοπή του νερού.
 Τώρα λοιπόν θα κρινόταν το έργο μας, βλέπεις όλα στη ζωή κρίνονται από το αποτέλεσμα αν και η προσπάθεια πολλές, μα πάρα πολλές φορές είναι το εργαλείο που ανοίγει το δρόμο για την έκβαση, είναι το εργαλείο που θα σε μάθει τι πήγε στραβά όταν το αποτέλεσμα ήταν διαφορετικό απ’ το αναμενόμενο.
Αυτός ήταν ο Κονιάκος για μένα όλα τα χρόνια που έζησα στη φιλόξενη ή και αφιλόξενη μερικές φορές, κοινωνία του. Οι προσπάθειες, τα αποτελέσματα, το αναμέτρημα με το εφικτό και το δύσκολο, οι υποσχέσεις που δίναμε στον εαυτό μας πως κάποια στιγμή το δύσκολο θα γίνει κατορθωτό. Κι όλα αυτά στα τσιμάρια στις πλαγιές στις μαζιές, στα πλατάνια στα έλατα οπουδήποτε μπορούσαμε να περπατήσουμε, ένα πεδίο που η αντιπαράθεση με το άγριο, το ήμερο, το αφιλόξενο, το πρωτόγνωρο ήταν η μοναδική και η καλύτερη ευκαιρία που είχαμε για να βρούμε τους δρόμους της επιβίωσης, να πολεμήσουμε τις αναποδιές, να ξεκαθαρίσουμε τις λεπτομέρειες που θα έκαναν πιο εύκολη την ανηφόρα της ζωής. Αρκετά όμως με τις απαντήσεις που πήραμε απ’ τις εμπειρίες εκείνης της εποχής, ας ξαναγυρίσουμε στη χαρούμενη συμμορία που κυνήγαγε τα ποταμόψαρα με τον ιδιόρρυθμο αυτό τρόπο.
(3)