Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Στον Μιλτιάδη.....

Απομεσήμερο, μεσοκαλόκαιρο η μικρή συντροφιά μαζεύτηκε στην Υψωμένη Πουρνάρα έχοντας αποφασίσει από το πρωί να ταξιδέψει είτε προς τον Πόρο είτε προς το Γεροσάκο και μετά στη Μελίστρα και ίσως στο Παλιόρογκο εκεί που θα βρίσκαμε τους γιδάρηδες να μαζεύουν στη στρούγκα τα γίδια που κατέβαιναν απ’ τον Αγριοκαπνό και να πάρουν το λίγο γάλα που είχαν. Οι διαβουλεύσεις κράταγαν αρκετή ώρα, κι εκεί ξαπλωμένοι στον αραιό ίσκιο του ψηλού δέντρου που μας φιλοξενούσε στις ρίζες του, βλέπαμε τους μικρότερους να κάνουν τσουλήθρα στην κυλίστρα που κατέβαινε απ’ το σπίτι της Χάιδως προς το Πέτρινο Αλώνι, εκεί μπροστά μας και τους χαζεύαμε για τη δεξιοτεχνία τους.  
Ο Μίλτος εμφανίσθηκε στο Λιαρέικο Αλώνι κατεβαίνοντας από το Πραγκέικο γιούρτι με τη μαρούδα του κρεμασμένη στον ώμο, ψηλός γεροδεμένος, μαυριδερός με τη χαρακτηριστική ένρινη φωνή, αγριωπός μας πλησίασε. Έφερε το βλέμμα τριγύρω να δει ποιοι είμαστε πριν αποφασίσει να απαγγείλει το κατηγορητήριο. Ήταν η εποχή που ασκούσε εξουσία ως βοηθός αυλακιάρης και μπαινόβγαινε στα γιούρτια για να κάνει τη δουλειά του. Με το βλοσυρό του βλέμμα μας κοίταξε και μας ανακοίνωσε ότι κάποιος ή κάποιοι κλέβανε μήλα απ’ τις μηλιές της Πράγκενας. Αφού περίμενε κάμποση ώρα κι αφού δεν απαντάγαμε, ενοχοποίησε όσους από μας ζούσαμε στην απάνω γειτονιά. Κι αφού μας φοβέρισε άλλη τόση ώρα στολίζοντάς μας, στη συνέχεια στρογγυλοκάθισε δίπλα μας, στο πρόσωπο του εμφανίσθηκε το αγαθό του χαμόγελο, έβγαλε απ’ τη μαρούδα του ολόφρεσκα λαχταριστά μήλα απ’ τον κήπο της θειάς τα οποία είχε "κατά λάθος" πάρει την ώρα που πέρναγε από κει, μας τα μοίρασε και απολαύσαμε το δυσεύρετο φρούτο τα χρόνια εκείνα. Θα σε θυμόμαστε πάντα με το πληθωρικό σου παρουσιαστικό την μεγάλη σου δύναμη και την αγαθή σου καρδιά.
Καλό σου ταξίδι φίλε Μίλτο...    

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

Καθώς περνά η μέρα..

Απλώνονταν στο γρασίδι και στις φτέρες τραπεζομάντηλα, καθαρά πολύχρωμα και άσπρα, και οι μαρούδες ξεφόρτωναν το περιεχόμενο τους. Οι μυρουδιές με πιο έντονη εκείνη του τυριού απλώνονταν στην ατμόσφαιρα, και το κρασί το κόκκινο Κονιακίτικο κρασί απ’ τα γκοσμάδια με την ελαφρά γλυκιά του γεύση και τη σπιρτάδα απ’ το ρετσίνι απ’ τα έλατα έμπλεκε την ευχάριστη μυρουδιά του με τις υπόλοιπες και έφτιαχνε ένα μίγμα που θα χαρακτήριζε πια κάθε εκδρομή. Δεν θυμάμαι ποιος έβγαλε από ένα χασαπόχαρτο κομμάτια προβατίνας κατάλληλα κομμένα και κάποιος άλλος βρήκε ένα ίσιο ξύλο και το κοντοσούβλι θα περίμενε την θράκα για να ψηθεί και να συμπληρώσει το τραπέζι που άρχιζε με τον ερχομό και θα τέλειωνε με την αναχώρηση.  Δυό τρείς πέτρες μαυρισμένες από παλιότερες θράκες και τοποθετημένες σε ημικύκλιο έδειχναν πως πριν από μας κι άλλοι είχαν φτιάξει ανάλογες ψησταριές κι ίσως είχαν και φωτιές να ζεσταθούν.
Τα παιδικά μας μυαλά έφτιαχναν ιστορίες με φωτιές που ζέσταιναν τις νύχτες όλους εκείνους που ζούσαν μέσα στο δάσος φυλάγοντας τα ζωντανά τους η και ακόμα τους οδοιπόρους που τους έπιανε το σκοτάδι προτού φτάσουν στον προορισμό τους. Μια ανατριχίλα πέρναγε το κορμί στη σκέψη της διανυκτέρευσης σ’ ένα τέτοιο μέρος ανάμεσα στις φωνές των αγριμιών και το φόβο του όντος που βρίσκεται στο έλεος της φύσης.
Οι ιστορίες με τα ξωτικά και τις νεράιδες που μας έλεγαν οι γιαγιάδες με προφανή σκοπό να μας φοβίσουν και να μη γυρνάμε άσκοπα τα βράδια στις ερημιές, έπαιρναν μορφή στη σκέψη και συνδύαζαν τα ευρήματα όπως αυτό της φωτιάς και η παιδική φαντασία έτρεχε φτιάχνοντας ιστορίες. Κάποια στιγμή θα έπρεπε να ασχοληθούμε και με τα ξωτικά και να μάθουμε όλα εκείνα τα μαγικά που θα μας έκαναν άτρωτους στην τυχαία επαφή μαζί τους. Προς το παρόν ευχόμαστε να μη μας συμβεί.

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Στην πηγή..

Οι τεράστιοι κορμοί που ανέβαιναν κάθετοι στον ουρανό φιλοξενούσαν τις πράσινες περικοκλάδες που παρασιτούσαν στον κορμό τους και τις έλεγαν «μελά» και έκαναν περίπλοκα σχήματα εκεί στα ουράνια, όπου φιλοξενούσαν τα χαριτωμένα σκιουράκια, τις βερβέρες, που σαν άκουγαν ανθρώπινη  παρουσία πήδαγαν από κλαρί σε κλαρί προσφέροντας στα έκπληκτα μάτια μας ένα σπάνιο θέαμα, μιάς φουντωτής ουράς που χανόταν στα ελατόκλαρα. Το δάσος σιγά σιγά αποκαλύπτονταν σε όλη του την ομορφιά και μας φανέρωνε μυστικά που ούτε να τα φανταστούμε δεν μπορούσαμε. Ηδη η απόφασή μας είχε πλήρως δικαιωθεί και δεν έμενε παρά το δεύτερο κομμάτι που ήταν η ίδια η εκδρομή.   
Οι μεγαλύτεροι πήραν να ανεβαίνουν στην όχθη του νερού που κατέβαινε απότομα σαν μικρός καταρράκτης για να φτάσουν στην πηγή πιανόντουσαν από τα κλαριά των πλατάνων που τεράστιοι φύτρωναν στις όχθες σκεπάζοντας το δρόμο του νερού και σκόρπιζαν την μυρουδιά τους στην πλαγιά, μια μυρουδιά που έδενε αρμονικά με τη μυρουδιά των έλατων, κι από τις τεράστιες κοτρώνες που γυαλισμένες από το χάδι του νερού που έτρεχε αιώνες τώρα έδιναν πρόσβαση για το σκαρφάλωμα. Εμείς ήταν αδύνατο να σκαρφαλώσουμε από τη μεριά εκείνη κι έτσι υποχρεωθήκαμε να επιστρέψουμε πίσω εκεί που το δάσος ξεκίναγε και να πάρουμε άλλη στράτα η οποία με ελαφρά ανηφορική κλίση θα μας έπαιρνε σε πιο στρωτό δρόμο, κι ανάμεσα από τα δέντρα θα φτάναμε όπως και έγινε με ασφάλεια στην πηγή. Αχόρταγο το βλέμμα έψαχνε τριγύρω μα πιο πολύ θαύμαζε αυτή τη σύνθεση της φύσης που τη σχημάτιζε το παγωμένο νερό που ανάβλυζε μέσα από τη γη. Η σκέψη προσπαθούσε να βρει μια άκρη μια δικαιολογία πως αυτό το φαινόμενο αυτό το θαύμα μπορεί και γίνεται, και ακούγαμε ένα σωρό ιστορίες από τους μεγαλύτερους, όλες ικανές να μας ερμηνεύσουν πως τα χιόνια του χειμώνα και οι βροχές του φθινόπωρου και της άνοιξης μαζεύονται στα ποτάμια και τις λίμνες που βρίσκονται στα σπλάχνα των βουνών κι από κει όπου βρουν δρόμο βγαίνουν στην επιφάνεια. Έτσι λοιπόν παίρναμε και τις πρώτες μας γεωλογικές γνώσεις, και ικανοποιημένοι περιμέναμε να αρχίσει το εξίσου σημαντικό κομμάτι της εκδρομής.