Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Η σφεντόνα.

Όλοι μέσα μας κρύβαμε ένα κυνηγό λίγοι όμως από μας παραμείναμε φανατικοί στη συνήθεια αυτή. Σαν πέρασαν τα χρόνια πολύ λίγοι συνέχισαν να κυνηγούν.
Την πρώτη φορά που συνάντησα τα παιδιά κάτω απ΄τη μουριά με τις σφεντόνες έτοιμες για δράση απέκτησα έντονη την επιθυμία να αποκτήσω και εγώ μία. Θάπρεπε όμως να ξεπεράσω πολλά εμπόδια.
Το φτιάξιμο της διχάλας ήταν από μόνο του μια τέχνη. Η επιλογή του ξύλου, η επιλογή του κλαδιού, το κόψιμο το ξεφλούδισμα το χάραγμα και η επεξεργασία του με τα εξαιρετικά κοφτερά «σουβλιά» που πολύ αργότερα κατάλαβα ότι ήταν τροχισμένες μυτερές λεπίδες ξυρίσματος στα έμπειρα χέρια έκαναν θαύματα, στα άπειρα όμως ήταν εξαιρετικά επικίνδυνα.  Κι ύστερα τα λάστιχα. Θυμάμαι την δυσκολία να βρούμε το εξαιρετικά πολύτιμο τη εποχή εκείνη υλικό που υπήρχε στα μαγαζιά του Λιδορικίου περιμέναμε όμως όλο αγωνία του πραματευτάδες που έρχονταν και άπλωναν την πραμάτεια τους στο πανηγύρι στο εκκλησάκι στο δημόσιο δρόμο προς τις Βρίζες.  Εκεί τις πιο πολλές φορές βρίσκαμε λάστιχα μαύρα και καμιά φορά και άσπρα που στοίχιζαν λίγες δεκάρες. Πάντα φύλαγα απ’ το ανύπαρκτο χαρτζιλίκι που έφερνα μαζί μου απ’ την Αθήνα λίγες δεκάρες για τους πραματευτάδες στο εκκλησάκι όπου αγόραζα ένα ζευγάρι λάστιχα και αν περίσσευε και καμιά δεκάρα ακόμα κάτι όμορφα σουγιαδάκια που είχαν φιγούρα αλλά δεν έκοβαν σχεδόν ποτέ.

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

Οι μουριές..

Υπήρχαν δύο γνωστές μουριές στην ευρύτερη περιοχή του χωριού που την αρχή του καλοκαιριού γέμιζαν τα κλαριά τους με τον μαυριδερό ζουμερό γλυκό καρπό τους, τα συσσωματωμένα σπόρια σε ένα μαλακό σχηματισμό αρκετά ενδιαφέροντα στη γεύση και καθόλου ευκαταφρόνητο στην απόλαυση. Την εποχή εκείνη τίποτε δεν ήταν αμελητέο. Τα παράξενα αυτά φρούτα αποτελούσαν το αγαπημένο φαγητό των πουλιών κάθε είδους που υπήρχε στην περιοχή ακόμα και στα μεγαλόσωμα κοτσύφια και τις κίσσες. Ο ιπτάμενος αυτοί επιδρομείς στις μουριές ήταν το δώρο των μικρών κυνηγών που με τις σφεντόνες τους  έστηναν ενέδρες κάτω απ’ τα δέντρα καλυμμένοι απ’ τον μεσημεριάτικο ήλιο και περιμένοντας τα φτερωτά θηράματα να πλησιάσουν για το φαγητό τους.
Η μια απ’ αυτές ήταν στο κάτω μέρος του χωριού στο σπίτι του «Κανέλη» και η άλλη στη «Ρεματιά». Δεν θυμάμαι αν υπήρχαν αλλού. Εκείνη που ήταν στο χωριό μάζευε πολλούς πιτσιρικάδες με μικρές διαφορές στην ηλικία αλλά με μεγάλες διαφορές στην κυνηγητική εμπειρία.  Τα μαθήματα είχαν την τιμητική τους και οι συμμορίες χωρίζονταν σε δάσκαλους και μαθητές. Μέχρι να τελειώσουν τα μούρα όλοι είχαν αποκτήσει την εμπειρία τους, εξαιρετικά χρήσιμη για τις εποχές των άλλων φρούτων όπως ήταν τα αχλάδια τα σύκα τα σταφύλια. Η άλλη μουριά ήταν στη ρεματιά. Εκεί πήγαιναν οι μεγαλύτεροι μιας και είχαν μεγαλύτερη ελευθερία απ’ τους μικρότερους και κάναν καλύτερο κυνήγι. Μαζί βέβαια με τα πουλιά που κυνήγαγαν πάντα έφερναν και λίγα καλαμπόκια απ’ τα κοντινά χωράφια. Σαν είμαστε μικροί τους ζηλεύαμε και σαν μεγαλώσαμε μας ζήλευαν οι μικρότεροι. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 70 εμφανίστηκαν και τα πρώτα αεροβόλα που άλλαξαν δραματικά τις κυνηγητικές συνθήκες στην ομάδα των μικρών κυνηγών.

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

Λίγο πριν τον ύπνο..

Μένοντας εκστατικοί στοχαστές  όση ώρα θα χρειάζονταν μέχρι να σκεπαστούμε τη σκληρή κουβέρτα και να κλείσουμε τα μάτια κάναμε ανώδυνες σκέψεις για το αύριο αποφεύγοντας την υπαρξιακή αγωνία που πάντα πρόβαλε αμείλικτη σαν σκεφτόταν κανείς πόσο ασήμαντος είναι σ’ αυτό που βλέπει τριγύρω του.  Τα τριζόνια, τα νυχτοπούλια, τα ζώα του σπιτιού το ελαφρύ αεράκι με το θρόισμα που ξεσήκωνε, οι γλυκές μυρουδιές το δροσερό  χάδι που ανασήκωνε τις τρίχες του κορμιού, η γλυκιά κούραση της ημέρας, οι φευγαλέες σκέψεις η γλυκιά προσμονή του αύριο σχημάτιζαν ένα σύνολο μπερδεμένο με μια γλυκιά γεύση που ξεμπερδευόταν με τον ύπνο που σαν τον γόρδιο δεσμό λυνόταν με τον ερχομό του. Ποια έννοια μπορούσε να παρασύρει τα παιδικά μυαλά στην ξαγρύπνια; Αργούσε ακόμα η εποχή που το γλυκό αίσθημα της αγάπης θα έφερνε τις πρώτες ξαγρύπνιες, κι ακόμα πιο πολύ αργούσε η ώρα που οι ευθύνες και οι ανάγκες της ζωής θα έκοβαν την ξενοιασιά που περίσσια προσφέρονταν σήμερα στην αγκαλιά του χωριού που μας χάριζε απλόχερα όσα ένα παιδί θα λαχταρούσε.

Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

Η νύχτα..

Οι νύχτες με φεγγάρι οι νύχτες χωρίς αυτό οι νύχτες που σαν πέρναγαν οι ώρες και υποχωρούσε η ανθρώπινη παρουσία έπαιρνε τη θέση της ένας άλλος κόσμος, και οι  φωνές και οι ήχοι της νύχτας άλλαζαν συνθέτη και στη ορχήστρα αυτή συμμετείχαν όλα εκείνα τα ζωάκια και τα ζωύφια που περίμεναν την κούραση των ανθρώπων και την απόσυρσή τους για να καταλάβουν εκείνα το ζωτικό τους χώρο και να αρχίσουν το δικό τους κύκλο, που θα τέλειωνε το ξημέρωμα καθώς οι άνθρωποι θα ξεκίναγαν πάλι διώχνοντας με την παρουσία τους  τους βραδινούς .
Η νύχτα σκόρπιζε ένα γαλήνιο απόκοσμο σκέπασμα, αφήνοντας να διαγράφεται το περίγραμμα των δέντρων και των σπιτιών κάτω από τη μαρμαρυγή άπειρων αστεριών που θάμπωναν το βλέμμα στην απόκοσμη απόμακρη, μυστηριακή θέση τους. Μικρά μόρια στο απέραντο, μικρά μόρια κι εμείς μιας εφήμερης διαδρομής που το μόνο που χάριζε ήταν η γνώση η διαχρονική, ένα απειροελάχιστο λιθαράκι που θα μεταφέρονταν στις επόμενες εφήμερες διαδρομές που θα τη χρησιμοποιούσαν για την καλύτερη αντιμετώπιση του άγνωστου.