Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Στην Αυλή

Απ’ έξω τα ξύλα, φυλαγμένα κάτω απ’ το μπαλκόνι οι κλάρες και τα κούτσουρα , τοποθετημένα με σειρά έτοιμα για χρήση.
Το τζάκι στο σπίτι σιγόκαιγε κι ο καπνός απ’ τα καμένα ξύλα αρωμάτιζε με εξαιρετική επιμέλεια τον αέρα του πρωινού. Σε λίγο κάτι νόστιμο θα έβγαινε απ’ τη δεροστιά για να χορτάσει την πρωινή μας πείνα.  
Αριστερά μας το μικρό δρομάκι που ανέβαινε στη ράχη ανάμεσα στις πουρνάρες. Δεξιά η αχυρώνα φτιαγμένη κι αυτή από ξύλο πλάτανου σε οριζόντια σανίδια στηριγμένα σε κάθετα δοκάρια που σχημάτιζαν το σκελετό της κατασκευής. Δίπλα η πουρνάρα που έδενε η γιαγιά τη γαϊδούρα. Μια πουρνάρα που ο κορμός της έκανε μια καμπούρα και μετά ανέβαινε δίνοντας τη μορφή της γκαμήλας. Εκεί δέναμε τριχιές και φτιάχναμε αυτοσχέδιες κούνιες τρώγοντας άπειρες τούμπες και συνεπακόλουθο ξύλο απ’ τη γιαγιά. Και το όριο της επικράτειας αυτής ήταν το αυλάκι. Το αυλάκι σκαμμένο στο χώμα πέρναγε απ’ τη μεριά εκείνη της αυλής που το έδαφός της ήταν φτιαγμένο από μαλακιά κίτρινη πέτρα που έφτιαχνε μικρές νεροφαγιές και καταρράκτες, πέρναγε με ορμή δίπλα στην πουρνάρα και κυλούσε πιο ήρεμα όταν έπιανε το ίσωμα μέχρι που ξαναέπαιρνε τον απότομο κατήφορο έκανε ένα εντυπωσιακό καταρράκτη πάνω απ’ τον δέντρο που ήταν τυλιγμένος με κισσό και κατηφόριζε για να ποτίσει τα κήπια που το περίμεναν διψασμένα.
Η πλαγιά απ’ τα αριστερά με τα κήπια σε ώριμη καλλιεργητική φάση με τις φασολιές ψηλές φουντωτές στηριγμένες στα παλούκια που ήταν καρφωμένα στο πλάι τους, με τα λβιά να κρέμονται στις άκρες έτοιμα για μάζεμα. Οι λιγοστές ντοματιές οι κολοκυθιές τα κρεμμύδια ένα πράσινο σύνολο και από κάτω οι πατατιές, με τις πεντανόστιμες πατάτες που όπως και να τις μαγείρευε η γιαγιά έμεναν στη γευστική ανάμνηση με αξεπέραστη μέχρι τώρα δύναμη. Ανάμεσα  μερικά δέντρα νταουσανιές και κερασιές, και πιο δίπλα πάνω από τη βρύση τεράστιες καρυδιές σκεπάζουν με τον ίσκιο τους όλη τη στράτα προς τη βρύση.

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Στο κατώι

Μπροστά η πουρνάρα μεγάλη θαλερή έκρυβε τη θέα προς την ψηλόραχη. Κάτω το κατώι το εργαστήρι του παππού η αποθήκη του γεμάτη από θαυμαστά πράγματα ο αργαλειός οι τσάντες με το θειάφι κρεμασμένες στο πάτερο τα ξυλουργικά εργαλεία  η πλάνη το σκαρπέλο τα πριόνια τοποθετημένα σωστά με τη σειρά τους, δίπλα το βαένι κλειστό με την κάνουλα να ευωδιάζει τη μυρουδιά του κρασιού μα πιο πολύ τη μυρουδιά της ρετσίνας που σε μεγάλα κομμάτια ήταν απιθωμένη απάνω σε μια παλαθούρα σκαμμένη στον τοίχο . Το ρετσίνι απ’ τα έλατα που έδινε τη σπιρτάδα του στο κρασί που είχε γίνει απ’ τα γκοσμάδια και τους ροδίτες απ’ το αμπέλι κάτω στ’ αμπέλια προς τη ρεματιά και έφτανε στο τέλος του, ήταν αφημένα δίπλα ίσως για άλλη μια χρήση, ποτέ δεν το είχα ρωτήσει.
 Η πόρτα μπροστά ξύλινη κατασκευασμένη από ξύλο πλάτανου σκαμμένη με μεράκι και συναρμολογημένη με τέχνη είχε ένα τεράστιο κλειδί και μια κλειδωνιά καλολαδωμένη. Από πάνω ο σύρτης που ασφάλιζε όποιον ήταν μέσα. Το μισό πάτωμα ξύλινο το άλλο πατημένο χώμα και σε μια άκρη πάνω στα ξύλα τα δερμάτια γεμάτα τυρί περίμεναν την ώρα που θα τα χρησιμοποιούσαμε.

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Στης Πράγκενας τον κήπο..

Τα μήλα που άρχιζαν κι αυτά να ωριμάζουν ήταν το αντικείμενο της επιθυμίας των πιτσιρικάδων της απάνω γειτονιάς. Η θειά η Πράγκενα όμως τα φύλαγε καλά και ακόμα καλύτερα ο σκύλος της ένας τσοπανόσκυλος ασπριδερός με μαύρες γραμμές στη ράχη του που ξάπλωνε στην ανηφόρα μπροστά στο σπίτι δίπλα στη μεγάλη κοτρόνα και καθιστούσε αδιάβατη τη στράτα προς και από το σπίτι της. Ο σκύλος αυτός αποτελούσε το φόβητρο για όλους ακόμα και για εκείνους που έλεγαν πως δεν φοβόντουσαν τα σκυλιά. Όταν έκαναν πως τον πλησίαζαν είτε ήρεμα είτε επιθετικά, το απειλητικό του γρύλισμα έκοβε κάθε διάθεση να τον αγνοήσεις. Το σκύλο αυτό ποτέ δεν μπορέσαμε να τον κάνουμε φίλο.
Τα μήλα λοιπόν απ’ τις πέντε ή εξ μηλιές που βρίσκονταν στην απάνω λουρίδα στο γιούρτι, της θειάς της Πράγκενας, φαίνονταν λαχταριστά όπως κρέμονταν απ’ τα κλαδιά της μηλιάς σπάνιο όσο και πολύτιμο φρούτο τα χρόνια εκείνα. Ήταν τόσο πολύτιμα όσο τα «μήλα των Εσπερίδων» της μυθολογίας, και η απόκτησή τους φάνταζε σαν τον άθλο του Ηρακλή, που πήγε και τα μάζεψε. Κανείς μας βέβαια δεν ήταν Ηρακλής και οι όποιες απόπειρες προσέγγισης στις μηλιές εκτός από το εμπόδιο των βάτων που τα χώριζαν από τα διπλανά ήταν κι ο σκύλος που δεν ήξερες από πού θα σου έρθει. Εφόσον λοιπόν η προσέγγιση ήταν αδύνατη δεν είχε νόημα και το γκρέμισμα των μήλων με τις σφεντόνες, πρακτική εύκολη στα έμπειρα χέρια των κατόχων σφεντόνας. Μέναμε λοιπόν να τα κοιτάζουμε τα μεσημέρια που όλοι ησύχαζαν σκαρφιζόμενοι άπειρα πλην αναποτελεσματικά κόλπα να τα αποκτήσουμε. Η καλή μας η θειά η Πράγκενα πάντα μας έδινε να δοκιμάσουμε, κάνοντας την επιθυμία ακόμη πιο έντονη.
Ένα μεσημέρι λοιπόν ανεβαίνοντας τη στράτα προς τις γούρνες βλέπουμε το Μέλιτα να μας πλησιάζει τρώγοντας ένα λαχταριστό μήλο ίδιο με τα μήλα της θειάς. Έκπληκτοι τον ρωτήσαμε που το βρήκε, και χωρίς δεύτερη κουβέντα έβγαλε από μια μαρούδα δυό ακόμα και μας τα έδωσε. Ο Μίλτος την εποχή εκείνη ασκούσε τα καθήκοντα του «αυλακιάρη» και μπαινόβγαινε νόμιμα στα κήπια και τα γιούρτια λόγω ιδιότητας γεγονός που του έδινε εύκολη πρόσβαση σε ότι για τους υπόλοιπους έδειχνε σχεδόν ακατόρθωτο. Ετσι λοιπόν περνώντας κι απ’ το γιούρτι της θειάς το φορολόγησε δεόντως παίρνοντας κάμποσα μήλα και μοιράζοντας και σε μας. Ο φίλος μας ο Μίλτος λοιπόν έγινε ο δούρειος ίππος με τον οποίο αλώθηκε το κάστρο με τις μηλιές

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Το πρώτο βράδυ

Και τα μάτια θα σφάλιζαν καθώς η κούραση κι αγωνία του ταξιδιού έδιναν τη θέση τους σε μια γαλήνη μια ομορφιά μια ευτυχία…
Ο ύπνος βαθύς, σκεπασμένοι με τη βελέντζα την κόκκινη με τις άσπρες λουρίδες χωρίς το βαμβακερό σεντόνι, που μέχρι χτες σκεπαζόμασταν, να τρίβεται στα γυμνά μέρη του σώματος και να δίνει μια ανατριχίλα που θα μπορούσε να είναι ενοχλητική, αλλά δεν τα κατάφερνε. Σκέπαζε με ζέστη το κορμί και λίγο πριν τα μάτια σφαλίσουν ο τρελός ήχος απ’ τα τριζόνια και τα απαλό κελάρυσμα απ’ τ ' αυλάκι έσμιγαν φτιάχνοντας μια γνώριμη αρμονία που σιγά σιγά ξεθώριαζε καθώς ο ύπνος μείωνε την ένταση μέχρι να σβήσει τελείως.
Η πρώτη βραδιά στο χωριό της δεκαετίας του 50 κυλούσε.
Η μέρα ξημέρωνε απ’ την Γκιώνα πάνω απ’ τη Συκιά. Το θάμπος του πρωινού άρχισε να ξεθωριάζει και οι σκιές άρχισαν να αποκτούν περίγραμμα και το περίγραμμα μορφή και η μορφή χρώμα καθώς ο ήλιος έστελνε τις ακτίνες του στα κορφοβούνια που πρώτα αυτά χαιρετούσε κι ύστερα κατέβαινε πιο χαμηλά μέχρι που συναντούσε το χωριό και φώτιζε ένα ένα τα σπίτια διώχνοντας το βραδινό κρύο και μαζί μ’ αυτό και τον ατέλειωτο αριθμό απ’ τις κολοφωτιές.
Η πρώτη μέρα ξημέρωνε πάντα μαγική. Το ανασήκωμα απ’ το βαρύ σκέπασμα και η προσαρμογή στην πρωινή ψύχρα ήθελε την ώρα της. Ποιος περίμενε όμως. Τρέχοντας στο μπαλκόνι να δω εκείνα που είχα αφήσει, να δω αν άλλαξε κάτι, να δω το καθετί πριν ξεκινήσω να περπατώ στις μεριές που είχα προγραμματίσει και μάλιστα με σειρά να επισκεφτώ. Το αυλάκι σε λίγο θα ξανάτρεχε με το νερό που μάζευε η γούρνα κλειστή όλη την ημέρα ή όλο το βράδυ και την άλλη μέρα ο αυλακιάρης που διαχειρίζονταν την συγκέντρωση και την παροχή του νερού ανέβαινε να την ανοίξει από ένα μεταλλικό μηχανισμό που είχε στον πάτο της. Η γούρνα….

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010